Πέμπτη, 28 Μαρτίου, 2024 19:22
ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ελληνας υπουργός στον Guardian: Η προοπτική του Grexit θα αυξηθεί






Κανείς δεν περίμενε πραγματικά ότι το αποτέλεσμα τους δημοψηφίσματος στην Βρετανία θα έδειχνε Brexit και ως εκ τούτου κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι συνέπειες θα έχει για την Ευρώπη και για τα κράτη μέλη.

Για την Ελλάδα ο συνειρμός είναι αυτόματος, εάν το Brexit επαναφέρει αυτόματα στο τραπέζι το Grexit.

Έλληνας υπουργός που επικαλείται ανώνυμα η Βρετανική εφημερίδα “Guardian” λέει ότι «η προοπτική του Grexit θα αυξηθεί. Βραχυπρόθεσμα το Brexit μπορεί να βοηθήσει την Ελλάδα, επειδή οι σύμμαχοί μας θέλουν τη σταθεροποίηση και να δείξουν αλληλεγγύη. Όμως μακροπρόθεσμα δεν θα βοηθήσει. Η προοπτική του Grexit θα αυξηθεί».

Tο ερώτημα που προκύπτει από δύο πλευρές: εάν οι οικονομικές εξελίξεις στην Ευρώπη επιδεινώσουν την κατάσταση στην Ελλάδα και επιβεβαιώσουν την χθεσινή πρόβλεψη του πρώην προέδρου της Fed, Άλαν Γκρίνσπαν, στο CNBC ο οποίος δήλωσε ότι: «Η ζώνη του ευρώ… καταρρέει. Η Ελλάδα έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα και δεν πρόκειται να συνεχίσει στο ευρώ για πολύ ακόμα, ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει σήμερα».

Υπάρχει όμως και μία ακόμη πλευρά: η συνεχιζόμενη λιτότητα και το αδιέξοδο πρόγραμμα που συμφώνησε η κυβέρνηση θα αυξήσει τον ευρωσκεπτικισμό της κοινωνίας και τις αντίστοιχες πιέσεις προς την κυβέρνηση από την πλευρά της κοινωνίας. Η επόμενη συζήτηση θα διεξαχθεί υπό το καθεστώς των νέων βαρών για τους Έλληνες πολίτες, σε ένα περιβάλλον που η εικόνα της Ευρώπης θα έχει ξεθωριάσει περισσότερο και ενώ από αριστερά αλλά και από δεξιά θα αυξάνονται οι φωνές. Ήδη τα κόμματα της Αριστεράς από το ΚΚΕ μέχρι την ΛΑΕ μιλούν για την αδιέξοδη πορεία της Ευρώπης.

Καθοριστική βέβαια θα είναι η απάντηση της ίδιας της Ευρώπης. Από το μέτωπο αυτό όμως οι ενδείξεις δεν είναι ενθαρρυντικές. Μέχρι στιγμής το Βερολίνο απαντά γερμανικά και δεν δείχνει πρόθυμο να αλλάξει οτιδήποτε στην αποτυχημένη συνταγή του για την Ευρώπη. Σύμφωνα με την πρόβλεψη του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών, για την αντιμετώπιση των συνεπειών του Brexit που έφερε στην δημοσιότητα η Handelsblatt, η Ελλάδα δεν είναι στην ζώνη κινδύνου.

Το έγγραφο σύμφωνα με την εφημερίδα αναφέρει ότι οι χώρες που είναι πιθανό να ακολουθήσουν την Βρετανία μπορεί να είναι η Γαλλία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Ολλανδία και η Ουγγαρία. «Η έκταση των συνεπειών ντόμινο θα εξαρτηθεί από τους χειρισμούς που θα γίνουν στην υπόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου», αναφέρεται στο κείμενο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών. Έχει πάντως ενδιαφέρον ότι η γερμανική κυβέρνηση έχει ήδη αποφασίσει να μην κάνει υποχωρήσεις στην διαχείριση της οικονομικής κρίσης και στην διάχυση του ρίσκου, καθώς έχει προκρίνει ότι αυτή ακριβώς η γραμμή θα ενθαρρύνει πιέσεις από άλλες χώρες για οικονομική χαλάρωση και εν τέλει θα αυξήσει τους κινδύνους διάλυσης της ΕΕ. Εν ολίγοις η γερμανική κυβέρνηση δείχνει αποφασισμένη να μην αλλάξει τίποτε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Απορρίπτει ενδεχόμενες προτάσεις υιοθέτησης ενιαίου προϋπολογισμού στην ευρωζώνη ή δημιουργίας ενιαίου πλαισίου εγγύησης των καταθέσεων, καθώς η ανάληψη όμως τέτοιων βαρών και η αύξηση της διάχυσης του ρίσκου δεν θα ήταν η σωστή απάντηση στο Brexit.

Για τους περισσότερους Έλληνες αναλυτές η κρίση που προκαλεί το Brexit προσωρινά τουλάχιστον απομακρύνει τον κίνδυνο για την χώρα. Θα δημιουργούσε περαιτέρω αποσταθεροποίηση όχι μόνο στην ΕΕ αλλά και στον σκληρό πυρήνα του Euro και θα επιτάχυνε το ξήλωμα του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Σε δεύτερο χρόνο όμως είναι πολύ πιθανό ότι το ευρύτερο κλίμα ευρωσκεπτικισμού σε συνδυασμό με την αδιέξοδο οικονομική πολιτική να το επαναφέρουν.

Προς το παρόν κυβέρνηση και αντιπολίτευση ξορκίζουν αυτό το ενδεχόμενο.

Στο χθεσινό του τηλεοπτικό μήνυμα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αφού αναλύει ότι για τις εξελίξεις ευθύνεται η αδυναμία της ΕΕ να αντιμετωπίσει τις δύο κρίσεις, την προσφυγική και την οικονομική και το ότι επικράτησαν στερεότυπα που διεύρυναν το χάσμα και την καχυποψία μεταξύ Βορρά-Νότου δηλώνει ότι  “επιστροφή στη δήθεν ασφάλεια της εθνικής περιχαράκωσης είναι δρόμος αδιέξοδος». Ο Αλέξης Τσίπρας υπογράμμισε ότι «το βρετανικό δημοψήφισμα είτε θα είναι το ξυπνητήρι της αφύπνισης του υπνοβάτη που πορεύεται στο κενό είτε θα είναι η αρχή μιας πολύ επικίνδυνης και ολισθηρής πορείας για τους λαούς μας». «Χρειαζόμαστε», συμπέρανε ο πρωθυπουργός «μια μεγάλη αντεπίθεση των προοδευτικών δυνάμεων για να σταματήσει η επέλαση της ακροδεξιάς και του ευρωσκεπτικισμού που βρήκε έδαφος στη λιτότητα».

Από την πλευρά του ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης αφού είπε ότι η ΕΕ οφείλει μια ειλικρινή και γενναία αυτοκριτική σημείωσε ότι “χρειάζεται ένα νέο ευρωπαϊκό σχέδιο που να εμπνεύσει τους λαούς και να τονώσει την πίστη τους στη χρησιμότητα της Ένωσης. Μια μεγάλη συμφωνία αλήθειας ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα κράτη και τους λαούς, ξεπερνώντας ιδεολογικούς δογματισμούς. Με συγκεκριμένες και άμεσες παρεμβάσεις που να βελτιώνουν τη ζωή των πολιτών, ιδιαίτερα όσων έχουν πληγεί από την κρίση. Αυτή είναι η πρόταση μας στον ελληνικό λαό: Με υπευθυνότητα, σοβαρότητα, ενότητα και αλληλεγγύη να συνεχίσει την πορεία του μαζί με όλους τους λαούς της Ευρώπης».

Το ερώτημα πάντως απασχολεί τον Ξένο Τύπο. Μιλώντας στη Deutsche Welle ο πρόεδρος των Πρασίνων Τζεμ Έζντεμιρ εκτιμά ότι: «Είναι προφανές ότι δεν αρκεί να επενδύεις μόνο στη λιτότητα και σε διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, που αδιαμφισβήτητα είναι αναγκαίες. Στο τέλος της ημέρας χρειάζεται και η ανάπτυξη, θα πρέπει να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας. Σε διαφορετική περίπτωση η Ευρώπη θα καταρρεύσει. Η υψηλή ανεργία των νέων στη νότια Ευρώπη συνιστά πρόβλημα και για τη Γερμανία. Εάν οι άνθρωποι δεν δουν ελπίδα στην Ευρώπη θα στραφούν στον εθνικισμό. Το αποτέλεσμα στη Μ. Βρετανία μπορεί να χρησιμεύσει για όλους μας ως μια αφύπνιση για βασικές αλλαγές.»

Απαντώντας σε σχετική ερώτηση της Deutsche Welle ο βουλευτής και κορυφαίο στέλεχος των βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών Χανς Πέτερ Ουλ διαχωρίζει την περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας από αυτή της Ελλάδας. «Κανένας λογικά σκεπτόμενος Έλληνας δεν θέτει θέμα εξόδου της Ελλάδας από την ΕΕ. Το πρόβλημα της Ελλάδας σχετίζεται με το χρέος. Ως τώρα έχουν γίνει αρκετά για να μειωθούν τα βάρη, για τα επόμενα χρόνια, η χώρα δεν θα πληρώνει τόκους. Το ζητούμενο τώρα είναι οι θεμελιώδεις Ευρωπαϊκές Συνθήκες θα πρέπει να αλλάξουν – και μαζί με την Ελλάδα».

 

Πηγή: protothema.gr