
Αποκαλυπτικός Χουάν Φεράντο στην ”AS” – Τι είπε ο Ισπανός για τον Βόλο, τον πρόεδρο και τους στόχους της ομάδα στο πρωτάθλημα
Ο τεχνικός του Βόλου Χουάν Φεράντο έδωσε μεγάλη συνέντευξή του στην As κι αναφέρθηκε στις καταγγελίες του Σούντγκρεν για τα ματς Πανσερραϊκός – Βόλος και τους Μεντιλίμπαρ, Μπενίτεθ.
Ο Χουάν Φεράντο έχει κάνει εξαιρετική δουλειά στον Βόλο κι αυτό αποτυπώνεται στο χορτάρι και στον βαθμολογικό πίνακα.
Ο Ισπανός τεχνικός του Βόλου έδωσε μεγάλη συνέντευξη στην «As» και απάντησε στις καταγγελίες του Σουηδού Ντάνιελ Σούντγκρεν για τα περσινά ματς του Βόλου με τον Πανσερραϊκό. Σχολίασε, όμως και την παρουσία στο ελληνικό πρωτάθλημα του τεχνικού του Παναθηναϊκού Ράφα Μπενίτεθ, αλλά και του Ολυμπιακού Χοσέ Λουίς Μεντιλίμπαρ.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
Είσαι ο πιο “καυτός” προπονητής στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή.
«Ναι, πάει καλά, στην πραγματικότητα πολύ καλά.
Ο Βόλος είναι ένας ταπεινός σύλλογος, αλλά έχει αρκετούς διεθνείς ποδοσφαιριστές, όπως ο Χουάνπι (Βενεζουέλα), ο Φορτούνα (Ανγκόλα), ο Αντελέγε (Νιγηρία) και ο Μακνί (Τυνησία).
Δεν είμαι ο προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης ή της Μπαρτσελόνα, αλλά είμαι περήφανος όταν οι παίκτες μου παίζουν με τις εθνικές τους ομάδες. Φυσικά, ανησυχείς μήπως τραυματιστούν, γιατί είναι το ζωτικό όργανο της ομάδας, αλλά μου αρέσει όταν καλούνται. Νομίζω ότι λέγονται πολλές ανοησίες γύρω από όλο αυτό. Είναι υπέροχο όταν πηγαίνουν στις Εθνικές τους.
Το περασμένο καλοκαίρι επέστρεψες στον Βόλο ύστερα από πέντε χρόνια. Βρήκες διαφορετικό κλαμπ ή είναι όλα ίδια;
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα πάντα παραμένουν ίδια. Είναι αλήθεια ότι ο σύλλογος έχει εξελιχθεί, όπως όλα, και έχει κάνει ένα βήμα μπροστά. Οι εγκαταστάσεις έχουν βελτιωθεί, οι συνθήκες στο προπονητικό κέντρο έχουν βελτιωθεί, έχουμε πολύ περισσότερες διευκολύνσεις στην καθημερινή δουλειά, το γήπεδο έχει ανακαινιστεί και αυτό εκτιμάται ιδιαίτερα. Η εσωτερική δομή παραμένει η ίδια, πολύ οικογενειακή, και θεωρώ ότι αυτό είναι καλό γιατί δεν έχουν χάσει την ουσία τους. Επιπλέον, η ομάδα παραμένει κάθε χρόνο στην πρώτη κατηγορία, οπότε αυτό είναι φανταστικό.
Όταν πρωτοπήγες στο κλαμπ το 2017, όλα ήταν διαφορετικά.
Φυσικά. Εκείνη την εποχή ήμασταν στη Γ’ κατηγορία. Δεν είχαμε πρακτικά τίποτα, μόνο τα απολύτως βασικά για να κάνουμε το άλμα – και το κάναμε. Την πρώτη χρονιά ανεβήκαμε στη Β’ κατηγορία και σταθήκαμε αρκετά τυχεροί ώστε να ξανανεβούμε και τη δεύτερη χρονιά. Από τη στιγμή που φτάσαμε στην πρώτη κατηγορία, ο σύλλογος άρχισε να λαμβάνει περισσότερα χρήματα και ο πρόεδρος τα επένδυσε σε παίκτες και στη βελτίωση του γηπέδου. Και τα έχει πάει αρκετά καλά. Το γήπεδο έχει αλλάξει πολύ από τότε που ήμουν εδώ. Παλιά μπορεί να έρχονταν χίλια άτομα και τώρα, όταν έρχονται ο ΠΑΟΚ ή ο Ολυμπιακός, έρχονται 10.000 ή 12.000. Στην Ελλάδα, οι μεγάλες ομάδες φέρνουν πολύ κόσμο.
Η προηγούμενη θητεία σου έληξε λόγω προβλημάτων όρασης. Επέστρεψες επειδή χωρίσατε φιλικά;
Ναι. Η αλήθεια είναι ότι πάντα είχα την τύχη να τελειώνω καλά σε κάθε κλαμπ και αρκετοί σύλλογοι μού έχουν τηλεφωνήσει ξανά μετά την πρώτη θητεία. Κρατούσα πολύ συχνή επαφή μαζί τους· η επιλογή της επιστροφής παρουσιαζόταν σχεδόν κάθε χρόνο. Αλλά, για διάφορους λόγους, προέκυπταν άλλες ευκαιρίες και στο τέλος ακολουθούσα διαφορετικό δρόμο. Φέτος, όταν το συμβόλαιό μου με τον Πανσερραϊκό έληξε στις 30 Μαΐου, με πήραν σχεδόν αμέσως για να συναντηθούμε. Και, ειλικρινά, το συναίσθημα ήταν πολύ καλό. Ένιωσα ότι είχε λογική μια δεύτερη θητεία εδώ. Στο ποδόσφαιρο είναι σημαντικό να γνωρίζεις πού πας. Και σε άλλα μέρη, μερικές φορές, δεν είσαι τόσο σίγουρος τι μπορεί να συμβεί. Εδώ, εγώ ήξερα: ήμουν τρία χρόνια και τελείωσα με πολύ καλές σχέσεις με όλους. Γι’ αυτό αισθάνθηκα αυτή την ηρεμία. Η σχέση μου με τον σύλλογο ήταν πάντα πολύ καλή και είμαι βέβαιος ότι θα είναι ξανά.
Σου ήταν δύσκολο να προσαρμοστείς στο να παλεύεις για την αποφυγή του υποβιβασμού μετά τους τίτλους που κατέκτησες στην Ινδία;
«Φυσικά είναι δύσκολο. Κάθε άνθρωπος θέλει να παλεύει για Κύπελλα και τίτλους. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι ένα κλαμπ στην Ασία, ακόμη κι αν παίζει στο Champions League ή στο AFC Cup —που τώρα είναι κάτι σαν το «Champions League 2»—, δεν είναι το ίδιο με την Ευρώπη. Εδώ όλοι οι προπονητές ονειρευόμαστε να βρεθούμε στη φάση των ομίλων του Champions League, αλλά όταν επιστρέφεις στην Ευρώπη ξέρεις πως είναι πολύ δύσκολο να φτάσεις σε ομάδες που ανταγωνίζονται στο μέγιστο διεθνές επίπεδο.
Η επιλογή του Πανσερραϊκού… για να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω ακριβώς γιατί είπα «ναι». Στο τέλος, το πήρα σαν προσωπική πρόκληση: να προσπαθήσω να βγάλω την ομάδα από τη ζώνη του υποβιβασμού. Είχαν μόλις έναν βαθμό, φαντάσου. Και στο τέλος σωθήκαμε άνετα, με ηρεμία και χωρίς να υποφέρουμε, οπότε έμεινα πολύ ικανοποιημένος. Βέβαια, υποφέρεις πολύ. Η Ελλάδα είναι ένα πολύ αγχωτικό περιβάλλον: όταν κερδίζεις, όλα είναι υπέροχα· όταν χάνεις ένα παιχνίδι, εμφανίζονται όλα τα προβλήματα. Αλλά, ταυτόχρονα, απολαμβάνω το γεγονός ότι είμαι στην Ευρώπη. Το ποδόσφαιρο εδώ είναι διαφορετικό, βιώνεται με διαφορετικό τρόπο, και αυτό επίσης σου δίνει πολλά».
Τι εννοείς όταν λες ότι το ποδόσφαιρο στην Ευρώπη είναι διαφορετικό;
«Αναφέρομαι στον τρόπο που βιώνεται ο ανταγωνισμός. Για παράδειγμα, σήμερα είναι Παρασκευή: στην Ασία, όταν έρχεται η Παρασκευή πριν από αγώνα Σαββάτου ή Κυριακής, οι παίκτες είναι χαλαροί, σαν να ήταν άλλη μία μέρα. Ακόμη κι αν ο αγώνας είναι σημαντικός ή ακόμη κι αν είναι παιχνίδι για το Champions League, αυτή είναι η αίσθηση: απόλυτη κανονικότητα.
Αντίθετα, στην Ευρώπη το καταλαβαίνεις από την προπόνηση. Την Παρασκευή οι παίκτες «πετάνε»: αυτός που τη Δευτέρα ή την Τρίτη ήταν μισοτραυματίας, την Πέμπτη είναι ήδη διαθέσιμος, χωρίς δικαιολογίες, ακόμη κι αν έχει είκοσι επιδέσμους και εξήντα tape. Όλοι προετοιμάζονται για να ανταγωνιστούν. Μπορείς να το νιώσεις ακόμη και στον τρόπο που σε χαιρετούν: αντιλαμβάνεσαι ότι είναι παραμονή αγώνα, ότι υπάρχει ανταγωνιστική ένταση.
Στην Ασία, αν ένας παίκτης είχε μια ενόχληση, μερικές φορές ερχόταν και σου έλεγε: «Δεν νομίζω ότι θα είμαι διαθέσιμος την Τετάρτη». Και από τη μία, εκτιμάς την ειλικρίνεια. Αλλά στην Ευρώπη συμβαίνει το αντίθετο: ακόμη κι αν ο παίκτης κουτσαίνει, θα σου πει «όχι, όχι, κουτσαίνω επειδή θέλω, αλλά είμαι μια χαρά». Εδώ η ανταγωνιστική κουλτούρα είναι πολύ πιο δυνατή, και αυτό φαίνεται σε όλα».
Πιστεύεις ότι η δουλειά των Ευρωπαίων προπονητών σε άλλες ηπείρους υποτιμάται; Για παράδειγμα, μετά την επιτυχία σου στην Ινδία, σε πήρε ένας ταπεινός σύλλογος όπως ο Πανσερραϊκός.
«Είναι κάτι που συζητώ συχνά με συναδέλφους. Πιστεύω ότι στο ποδόσφαιρο τίποτα δεν είναι γραμμικό. Το να κερδίσεις ένα πρωτάθλημα δεν σου εγγυάται ότι την επόμενη χρονιά θα σε καλέσει ένας μεγάλος σύλλογος. Με τον ίδιο τρόπο, υπάρχουν προπονητές που κάνουν τεράστιο άλμα ύστερα από τρία χρόνια χωρίς ομάδα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Παίζουν ρόλο πολλοί παράγοντες: ένας καλός μάνατζερ που ξέρει πώς να κινηθεί, μια δια ζώσης συνάντηση στην οποία «δένεις» με το σωστό άτομο, ή ακόμη και αρκετοί σημαντικοί παίκτες ενός κλαμπ που σε συστήνουν. Όλα αυτά έχουν μεγάλη επίδραση.
Έχω πλέον αποδεχθεί ότι τα πράγματα δεν λειτουργούν με λογική σειρά: μια μέρα μπορεί να είσαι εδώ, την επόμενη εκεί. Γι’ αυτό έχω αλλάξει νοοτροπία. Περισσότερο από το να σκέφτομαι να πάω σε ένα μεγάλο κλαμπ, εστιάζω στο να κάνω μεγάλο το κλαμπ στο οποίο είμαι. Αυτό εξαρτάται από μένα, και εκεί μπορείς πραγματικά να δείξεις τη δουλειά σου. Στο τέλος, σημασία έχει να φέρνεις αποτελέσματα εκεί που βρίσκεσαι, να διασφαλίζεις ότι οι παίκτες είναι αφοσιωμένοι, βελτιώνονται και νιώθουν ότι μπορούν να πετύχουν σπουδαία πράγματα.
Κοίτα τον Βόλο τώρα: τρία συνεχόμενα χρόνια σώζεται την τελευταία αγωνιστική. Όταν τους λέω ότι μπορούμε να είμαστε στην πρώτη τετράδα, κάποιοι με κοιτάζουν σαν να λένε «και ο Άρης ή ο Παναθηναϊκός;». Και τους απαντώ: «Αυτή τη στιγμή είναι πίσω μας». Προφανώς, σε βάθος χρόνου, πιθανότατα θα τερματίσουν πιο πάνω, αλλά εμείς πρέπει να δουλέψουμε σκληρά για να μείνουμε εκεί. Γι’ αυτό λέω ότι το σημαντικό είναι να κάνεις μεγάλο το μέρος στο οποίο βρίσκεσαι. Αυτό είναι που μπορείς πραγματικά να ελέγξεις».
Ο Βόλος είναι αυτή τη στιγμή πέμπτος. Πιστεύεις πραγματικά ότι θα μείνει εκεί στο τέλος της σεζόν;
«Ξέρεις γιατί το λέω; Επειδή έχω μεγάλη πίστη στον πρόεδρό μου. Τον γνωρίζω εδώ και χρόνια και αυτή η εμπιστοσύνη κάνει τα πράγματα πολύ πιο εύκολα. Με έναν τέτοιο πρόεδρο, είναι εύκολο να μιλάς ειλικρινά και να ψάχνεις για βελτιώσεις, γιατί είμαστε ρεαλιστές. Ξέρουμε ότι αποδίδουμε πάνω από τα όριά μας, αλλά στο υψηλό επίπεδο πρέπει πάντα να είσαι πάνω από τα δικά σου όρια.
Οι συνθήκες είναι κατάλληλες και όταν παίζουμε με τον Παναθηναϊκό ή την ΑΕΚ, το επαναλαμβάνουμε συνέχεια: πρέπει να πιστέψεις ότι μπορείς να το κάνεις. Φυσικά, θα υπάρξουν λεπτομέρειες —λόγω της ατομικής ποιότητας του αντιπάλου ή των τακτικών παραλλαγών που εφαρμόζει μια μεγάλη ομάδα— που μπορούν να σπάσουν το πρέσινγκ σου ή να χαλάσουν τη δουλειά σου στην άμυνα. Αυτό είναι μέρος του παιχνιδιού. Αλλά γι’ αυτό πρόκειται: να κάνεις τους παίκτες σου να πιστέψουν ότι μπορούν να ανταγωνιστούν. Και, προφανώς, να έχεις ένα πλάνο. Δεν είναι «ξύπνησα το πρωί και σκέφτηκα πως σήμερα θα κερδίσουμε». Όχι. Πρέπει να προετοιμαστείς για να το κάνεις και μετά να το πιστέψεις πραγματικά. Και αυτό απαιτεί χρόνο».
Πώς έχει αλλάξει η σχέση σου με τον πρόεδρο μέσα στα χρόνια;
«Καθώς μεγαλώνει, γίνεται και αυτός πιο έμπειρος. Και αυτό έχει αλλάξει και τις συζητήσεις μας, που τώρα είναι πολύ πιο επικεντρωμένες στο πώς θα βοηθήσουμε την ομάδα. Παλαιότερα, ίσως υπήρχε περισσότερη πίεση: είχαμε ανέβει στη Β’ κατηγορία και έπρεπε οπωσδήποτε να παραμείνουμε. Τώρα, αντίθετα, κάθε νίκη τη γιορτάζουμε σαν να είναι ένας τελικός. Σαν τρελοί. Και όταν λέω «σαν τρελοί», εννοώ αγκαλιές, συνθήματα, το απολαμβάνουμε στο πούλμαν της ομάδας, πετάνε πίτσες στα αποδυτήρια… Αυτό το είδος υγιούς ευφορίας. Παλιά ήταν περισσότερο «κερδίσαμε, ωραία, αλλά την επόμενη εβδομάδα έχουμε…». Τώρα όταν κερδίζουμε, το απολαμβάνουμε. Μετά, τη Δευτέρα, ηρεμούμε και αναλύουμε τι πρέπει να βελτιώσουμε».
Αφού πάλεψες για την αποφυγή του υποβιβασμού με τον Πανσερραϊκό, πήγες στον Βόλο, που επίσης είχε σωθεί οριακά. Σου αρέσει να… υποφέρεις;
«Ε, απλώς αποδέχεσαι αυτό το «υποφέρω». Ξέρεις πάντα ότι θα υποφέρεις, γιατί τα μπάτζετ είναι αυτά που είναι. Αλλά, όπως έλεγα, στη συνάντηση με τον πρόεδρο, όταν μιλήσαμε για το είδος των παικτών που μπορούσαμε να προσελκύσουμε, σταμάτησα να σκέφτομαι το «υποφέρω» και άρχισα να σκέφτομαι το πώς να βοηθήσω την ομάδα να μεγαλώσει.
Στον Πανσερραϊκό έφτασα με το ρόστερ ήδη σχηματισμένο, με πέντε ή έξι ματς να έχουν γίνει και βρίσκεσαι με έναν βαθμό. Και σκέφτεσαι: «Πρέπει με κάποιο τρόπο να το γυρίσουμε αυτό». Ή, καλύτερα: «Πρέπει όλοι μαζί να το γυρίσουμε». Εδώ, από την άλλη, είχα την τύχη να μπορώ να μιλήσω με τον πρόεδρο και τον CEO του συλλόγου —που είναι ο γιος του— και να αποφασίσουμε ποιοι παίκτες μας ενδιέφεραν. Είχα την τύχη να μπορώ να κάνω μια πλήρη προετοιμασία, να ζητήσω να πάμε στην Ολλανδία και να το δεχτούν, να ζητήσω τα φιλικά που ήθελα και να γίνουν δεκτά, και να οργανώσω ένα εξαήμερο προπονητικό καμπ στο βουνό. Αυτό με βοήθησε πολύ.
Φυσικά θα υποφέρουμε: δεν έχουμε ομάδα για να κερδίσουμε το πρωτάθλημα, αλλά έχουμε ομάδα για να προετοιμαζόμαστε καλά. Και αυτό αλλάζει τα πάντα».
Πολλοί επισημαίνουν ότι συνήθως πηγαίνεις μόνος σου σε ομάδες, ενώ άλλοι προπονητές φέρνουν μέχρι και 10 ή 12 συνεργάτες. Το κάνεις σκόπιμα;
«Ναι, όπου κι αν πάω, συνήθως πηγαίνω μόνος. Όχι επειδή το θέλω, αλλά γιατί συχνά ξέρεις πώς είναι τα πράγματα με τις πληρωμές: καθυστερήσεις, αθετήσεις… Και είναι πολύ ριψοκίνδυνο να φέρεις κόσμο μαζί σου. Δεν ανησυχείς μόνο για τον δικό σου μισθό ή για τους παίκτες που ήρθαν, αλλά πρέπει να ανησυχείς και για συναδέλφους που εξαρτώνται από σένα. Αυτό το προσωπικό βάρος είναι πολύ μεγάλο. Γι’ αυτό, στους συλλόγους που έχω βρεθεί, προτιμούσα να δεχτώ ότι θα πήγαινα μόνος και να προσαρμοστώ σε αυτό που θα έβρισκα.
Κάποιες φορές μπόρεσα να φέρω έναν βοηθό, έναν γυμναστή ή έναν αναλυτή, φυσικά υπάρχουν μέρη όπου μπορείς να έχεις αυτή την πολυτέλεια. Αλλά άλλες φορές βλέπεις πάγκους με 10 ή 15 άτομα, κι έπειτα κοιτάς τον δικό σου και είσαι εσύ και ο βοηθός σου, που μαζεύει και μπάλες και φωνάζει στα ball boys. Το καλό είναι ότι, σχεδόν σε όλους τους συλλόγους που ήμουν —θα έλεγα στο 90%— βρήκα ανθρώπους πολύ πρόθυμους να βοηθήσουν. Στη δική μου περίπτωση, έχει να κάνει με το να θέσεις έναν τρόπο δουλειάς και να ακολουθούν όλοι τις οδηγίες. Έτσι οργανωνόμαστε στην καθημερινότητα».
Πολλοί σύλλογοι έχουν το δικό τους προσωπικό.
«Καταλαβαίνω ότι πολλοί σύλλογοι κι έχει λογική, έχουν δικό τους εσωτερικό προπονητικό επιτελείο. Αυτή η πρακτική ξεκίνησε στην Αγγλία και πολλές ομάδες στην Ευρώπη την υιοθέτησαν. Γιατί; Επειδή αν αλλάξεις προπονητή ή αν τα πράγματα πάνε άσχημα και χρειαστεί να απολύσεις όλο το τεχνικό τιμ, πώς προσλαμβάνεις ξαφνικά 20 νέους ανθρώπους; Μου φαίνεται λογικό ένας γυμναστής να μένει τέσσερα ή πέντε χρόνια στον σύλλογο, επειδή γνωρίζει τους παίκτες, το ιστορικό τραυματισμών τους· ότι οι φυσιοθεραπευτές είναι πάνω–κάτω οι ίδιοι… Μπορείς να φέρεις ανθρώπους για να βοηθήσουν και να βελτιώσουν πράγματα, φυσικά, αλλά καταλαβαίνω επίσης γιατί οι σύλλογοι κρατούν μέρος του επιτελείου: επειδή γνωρίζουν τη δομή, την κουλτούρα του κλαμπ και, πάνω απ’ όλα, τους παίκτες που είναι εκεί δύο ή τρία χρόνια, τους τραυματισμούς τους, τις προσωπικότητες, όλα αυτά».
Ομοίως, είναι πάντα καλό να έχεις ανθρώπους εμπιστοσύνης στους οποίους μπορείς να αναθέσεις πράγματα για να επικεντρώνεσαι στα σημαντικά.
«Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Αλλά πάντα θυμάμαι κάτι που μου έλεγε ο πατέρας μου: «Αν θέλεις κάτι να γίνει καλά, κάν’ το μόνος σου». Έχω πάντα αυτή τη φράση στο μυαλό μου και, κατά κάποιο τρόπο, με έχει επηρεάσει. Είναι επίσης αλήθεια ότι, αν κάνεις το άλμα σε μεγαλύτερα κλαμπ, δεν έχεις άλλη επιλογή από το να αναθέτεις αρμοδιότητες. Αλλά η κατάσταση στην οποία βρίσκομαι τώρα είναι διαφορετική: είναι πολύ «δεμένοι» σύλλογοι. Και όταν λέω «δεμένοι», εννοώ ότι έχεις καθημερινή επαφή με τον πρόεδρο, διαρκή επικοινωνία με τον CEO· συναντάς τον πρόεδρο στα αποδυτήρια, έρχεται, φεύγει… Με φιλικό τρόπο. Δεν είναι «πρέπει να μιλήσω με τον πρόεδρο» και σου λένε «θα σου κλείσουμε ραντεβού για 7 Δεκεμβρίου», όταν είμαστε 5 Σεπτεμβρίου. Τι κάνεις αυτούς τους τρεις μήνες; Αυτή η στενή σχέση σου επιτρέπει να διαχειρίζεσαι σχεδόν όλη την καθημερινότητα μόνος σου, χωρίς να χρειάζεται να αναθέτεις τόσα πολλά».
Πώς θυμάσαι την έναρξη του πρωταθλήματος; Το πρόγραμμα δεν ήταν ευνοϊκό, με Άρη και Ολυμπιακό στις δύο πρώτες αγωνιστικές…
«Η προετοιμασία ήταν καλή, αξιοπρεπής. Αντιμετωπίσαμε αρκετά δυνατές ομάδες και πιστεύω ότι σταθήκαμε σε υψηλό επίπεδο. Αλλά ξεκινήσαμε το πρωτάθλημα με ήττα: πρώτα με τον Άρη, εκτός έδρας. Παίξαμε πολύ καλά στο πρώτο ημίχρονο και μπορούσαμε να έχουμε πάρει περισσότερα, αλλά μέσα σε τρία λεπτά —στο 64’ και στο 67’— μας έβαλαν δύο γκολ. Εκείνη την εβδομάδα είσαι λίγο «ζαλισμένος», γιατί καταλαβαίνεις ότι άξιζες περισσότερα.
Μετά ήρθε ο Ολυμπιακός. Ανταγωνιστήκαμε καλά στο πρώτο ημίχρονο, αλλά στο δεύτερο, πάλι, στο 77’ και στο 85’, μας σκόραραν από στημένες φάσεις. Στην τρίτη αγωνιστική έχεις μηδέν βαθμούς και την αίσθηση ότι έχεις παίξει καλά, ναι, αλλά στο τέλος έχεις μηδέν βαθμούς. Και στην Ελλάδα, δύο αγωνιστικές χωρίς νίκη και… τρέμει ακόμη και ο Παρθενώνας, γιατί αυτό έχει πολύ βάρος εδώ.
Επιπλέον, υπήρχε και η διακοπή. Φαντάσου να μπαίνεις στη διακοπή με μηδέν βαθμούς. Αλλά η αλήθεια είναι ότι το διαχειριστήκαμε καλά. Τα παιδιά ήταν πολύ ώριμα, πολύ σίγουρα ότι μπορούσαμε να το γυρίσουμε. Το καλό είναι ότι από την τρίτη αγωνιστική, από την αρχή, η ομάδα δεν ενέπνεε φόβο· ενέπνεε ηρεμία. Και κερδίσαμε. Και μετά ξανακερδίσαμε. Και αρχίσαμε να μαζεύουμε βαθμούς… Και ελπίζω να μη σταματήσουμε μέχρι τις 20 Μαΐου».
Όμως για τον Βόλο, το να χάνει από τους «Big 5» πρέπει να θεωρείται φυσιολογικό.
«Ναι, αλλά είχαμε μηδέν βαθμούς. Και πολλές φορές, από έξω, αυτό είναι το μόνο που βλέπουν: «έχεις μηδέν». Ο πρόεδρος σκέφτεται: «Δεν ξεκινάμε καλά». Δεν σταματούν να σκεφτούν ότι έπαιξες με δύο μεγάλες ομάδες. Στη δική μου περίπτωση, ο πρόεδρος το κατάλαβε, αλλά κάποιοι άλλοι δεν το βλέπουν έτσι. Και όταν συμβαίνει αυτό, το πρώτο πράγμα που απαιτούν είναι μια αντίδραση —κι όλοι ξέρουμε ποια είναι συνήθως αυτή η «αντίδραση»: να αλλάξεις προπονητή.
Είναι αλήθεια ότι ακόμη κι αν χάνεις από μεγάλες ομάδες, πρέπει να δεις και τα συμφραζόμενα. Αν έρχεσαι από τρεις συνεχόμενες νίκες και μετά χάνεις από τον ΠΑΟΚ, δεν είναι το τέλος του κόσμου είναι αναμενόμενο. Αλλά αν έχεις χάσει δύο ματς και μετά έρχεται ο ΠΑΟΚ, σου λένε «πρέπει να πάρουμε βαθμούς». Και ξέρεις ότι είναι δύσκολο, αλλά πρέπει παρ’ όλα αυτά να τους διεκδικήσεις».
Συνέχισες να μαζεύεις βαθμούς, αλλά δεν κέρδισες καμία μεγάλη ομάδα μέχρι που αντιμετώπισες τον Παναθηναϊκό του Ράφα Μπενίτεθ. Πώς ήταν εκείνη η στιγμή;
«Η νίκη ήταν περισσότερο θέμα θάρρους παρά οτιδήποτε άλλο. Έχουν ένα πολύ καλό ρόστερ, παίκτες υψηλού επιπέδου. Και να μην ξεχνάμε ότι ο Ράφα είναι κορυφαίος προπονητής, με βάση το παλμαρέ του και όλα όσα έχει πετύχει. Σε αυτά τα παιχνίδια πρέπει να κάνεις τα πάντα σχεδόν τέλεια, αυτοί πρέπει να κάνουν λάθη και εσύ δεν μπορείς να έχεις καθόλου ατυχία.
Νομίζω ότι ήταν ένα παιχνίδι στο οποίο, συναισθηματικά, ήμασταν πολύ ήρεμοι. Ξέραμε τι κάνουμε. Στο ημίχρονο πιστεύαμε πραγματικά ότι μπορούσαμε να κερδίσουμε. Δεν ήταν όνειρο: αν κάναμε σωστά τα πράγματα, ήταν εφικτό. Και αν κάναμε ένα λάθος και ισοφάριζαν, θα συνεχίζαμε με το ίδιο πλάνο. Δεν έπρεπε να πανικοβληθούμε. Το ματς πήγε καλά.
Με την ΑΕΚ χάσαμε 1-0 και νομίζω ότι ήμασταν ακόμη καλύτεροι, αλλά εκείνο το παιχνίδι μάς δίδαξε πολλά. Μετά, με τον ΠΑΟΚ, μας συνέβη το ίδιο όπως στα δύο πρώτα ματς: αφήσαμε το παιχνίδι να μας ξεφύγει στα τελευταία δέκα λεπτά. Και το ματς Κυπέλλου με τον Ολυμπιακό… Εκεί δώσαμε πολλά λεπτά σε νεαρούς παίκτες. Σε τέτοια παιχνίδια ξέρεις ότι ρισκάρεις, αλλά έπρεπε να προστατέψουμε κάποιους ποδοσφαιριστές ενόψει του αγώνα του Σαββάτου. Δεν έχουμε ρόστερ για να ανταγωνιστούμε σε τρεις διοργανώσεις, οπότε πρέπει να πάρεις αποφάσεις: να προστατεύσεις κάποιους, να δώσεις λεπτά σε άλλους.
Πιστεύω, όμως, ότι με την ΑΕΚ είδαμε τον σωστό δρόμο. Επαναλάβαμε την ίδια προσέγγιση με τον ΠΑΟΚ, αλλά, δυστυχώς, είχαμε την ίδια τύχη. Και μας βγήκε καλά με τον Παναθηναϊκό. Αν και, το ξαναλέω, όλα αλλάζουν γρήγορα: το δεύτερο μισό της σεζόν ξεκινά σε δύο εβδομάδες και πρέπει να πάμε στην έδρα του Παναθηναϊκού. Φαντάσου τι ματς θα είναι αυτό».
Μπόρεσες να μιλήσεις με τον Μπενίτεθ;
«Η αλήθεια είναι ότι δεν είμαι πολύ ομιλητικός, ούτε πριν ούτε μετά τα παιχνίδια. Και ακόμη λιγότερο στην Ελλάδα, επειδή κάθε σχόλιο μπορεί να ερμηνευτεί με χίλιους τρόπους. Τον χαιρέτησα και μετά το ματς, του ευχήθηκα καλή τύχη για την Πέμπτη, γιατί είχαν αγώνα Europa League με τη Μάλμε. Αυτό ήταν: τελείωσε το παιχνίδι, πήγα, έσφιξα το χέρι του και του ευχήθηκα καλή τύχη.
Δεν συνηθίζω να κάνω μεγάλες συζητήσεις, όχι για προσωπικό λόγο, αλλά επειδή πριν από το παιχνίδι είμαι μπλεγμένος με χίλια πράγματα και μετά συνήθως δεν μιλάω πολύ. Εδώ στην Ελλάδα η συνέντευξη Τύπου είναι αμέσως μετά τον αγώνα και πρέπει να είσαι συγκεντρωμένος σε αυτά που θα πεις: να θυμάσαι τι σκέφτηκες, να το εκφράσεις καλά και να μην τα θαλασσώσεις. Ό,τι κέρδισες στο γήπεδο, δεν μπορείς να το χάσεις στη συνέντευξη Τύπου. Ούτε με ένα σχόλιο για έναν παίκτη, ούτε για έναν συνάδελφο προπονητή, ούτε δημιουργώντας κακό κλίμα. Το καλύτερο είναι να χαλαρώσεις, να σκεφτείς, να έχεις ένα, δύο ή τρία ξεκάθαρα σημεία και να αποφύγεις τα προβλήματα».
Ο Μεντιλίμπαρ είναι αυτός που αυτή τη στιγμή «κάνει θραύση» στην Ελλάδα.
«Ο Μεντιλίμπαρ πήγε στον Ολυμπιακό για να πάρει το καλύτερο από ένα ρόστερ που είχε πέντε προπονητές σε τρεις μήνες. Και όπου κανείς, ούτε Ισπανός, ούτε Πορτογάλος, ούτε Έλληνας, δεν είχε καταφέρει να φέρει αποτελέσματα. Και ο Μεντιλίμπαρ το έκανε. Είναι πρώτης γραμμής. Είναι μόνο «νίκη, νίκη, νίκη και νίκη». Είναι ο Λουίς Αραγονές μας, καταλαβαίνεις; Κερδίζει τα πάντα. Γι’ αυτό, φυσικά, viva Mendilibar! Αν πει ότι πριν από το ματς πρέπει να κάνουν τρεις τούμπες μπροστά και τρεις πίσω, όλοι θα το κάνουν. Κι αν πει να φορέσουν πομ-πομ και να χορέψουν σάλσα, θα το κάνουν κι αυτό. Είναι φυσιολογικό: έχει κερδίσει τα πάντα. Και τα έχει κερδίσει δίκαια, όχι στο τελευταίο δευτερόλεπτο επειδή έχασε πέναλτι ο αντίπαλος. Έχει κερδίσει όντας ανταγωνιστικός.
Σε διεθνές επίπεδο έχει πάρει και το Conference League. Στην Ελλάδα ή ακόμη και στην ελληνοτουρκική ζώνη, σε ολόκληρη την περιοχή του Αιγαίου, δεν υπάρχουν κλαμπ που να κερδίζουν διεθνείς τίτλους. Ο Παναθηναϊκός έφτασε σε τελικό Champions League το 1971, ο ΠΑΟΚ σε ημιτελικό Europa League, αλλά κανένας από τους δύο δεν έχει κερδίσει ευρωπαϊκό τρόπαιο. Και αυτός που το έχει κερδίσει είναι ο Ολυμπιακός του Μεντιλίμπαρ».
Σύμφωνα με το Transfermarkt, ο Βόλος έχει το λιγότερο «ακριβό» ρόστερ στη Super League. Είναι πέμπτος, πάνω από τον Παναθηναϊκό και τον Άρη. Ποια είναι η άποψή σου;
«Πάντα λέω το ίδιο: οι αριθμοί είναι απλώς αριθμοί. Και, στο τέλος, συχνά δεν σημαίνουν τίποτα. Είναι αλήθεια ότι έχουμε το χαμηλότερης αξίας ρόστερ σε όλη τη Super League, αλλά έχουμε παίκτες με τεράστια διάθεση και ενθουσιασμό. Και αυτό το καλύπτει. Έχεις λιγότερα χρήματα, ναι, αλλά έχεις τεράστιο κίνητρο.
Μετά βλέπεις άλλες ομάδες με τεράστια μπάτζετ. Δεν μιλάω καν για συλλόγους με τριπλάσιο μπάτζετ από το δικό μας: εμείς έχουμε γύρω στα 9,7 εκατομμύρια, και υπάρχουν ομάδες με μπάτζετ πάνω από 300 εκατομμύρια. Λογικά, θα έπρεπε να μας κερδίζουν 35–0. Αλλά μετά τους βλέπεις να κατεβαίνουν από το πούλμαν και μοιάζει να μην έχουν ούτε κίνητρο ούτε ενθουσιασμό, ίσως ακόμη και να βαριούνται που έρχονται να παίξουν. Οι αριθμοί είναι σημαντικοί, φυσικά και είναι, αλλά η καθημερινή δουλειά, η όρεξη και η στάση κάνουν τη διαφορά. Αυτά είναι που σε ανεβάζουν ένα σκαλοπάτι… ή σε ρίχνουν τρία».
Έφτασες ποτέ κοντά στο να αναλάβεις μια μεγάλη ομάδα στην Ευρώπη;
«Υπήρξαν στιγμές που παρουσιάστηκαν πολύ καλές και πολύ σημαντικές ευκαιρίες, αλλά στο τέλος χάλαγαν την τελευταία στιγμή. Πέρασα περισσότερες από μία φορές να περιμένω το τηλεφώνημα και μετά να λαμβάνω ένα μήνυμα που έλεγε: “Όχι, πήραμε κάποιον άλλο”. Και σκέφτεσαι: “Ουάου, αυτή ήταν η ευκαιρία!”. Επιπλέον, μιλάμε για ιστορικό σύλλογο, καλό πρότζεκτ, καλό μισθό… τα πάντα.
Αλλά, εντάξει, μετά από μια μέρα και μισή με κλάμα, ή θυμό και σκέψη «γιατί όχι εγώ;», αυτό περνάει. Και λες: “Ωραία, πρέπει να συνεχίσω”. Στο τέλος, όπως λέω πάντα, ένας προπονητής σπάνια είναι αυτός που επιλέγει· συνήθως σε επιλέγουν. Και, φυσικά, θα ήταν υπέροχο να λάβεις δύο ή τρεις προτάσεις ταυτόχρονα κάποια στιγμή, αλλά όλοι ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι αυτό στο ποδόσφαιρο… εκτός αν κάνεις κάτι πραγματικά εξαιρετικό».
Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου ως προπονητή και τι είδους προπονητές σου αρέσουν;
«Όταν πρόκειται για ποδόσφαιρο, βλέπω τα πάντα σφαιρικά. Δεν είμαι από αυτούς που λένε «θέλω να παίζω μόνο έτσι ή μόνο αλλιώς». Πιστεύω σε μια γενική ιδέα, σε ένα μονοπάτι: να απολαμβάνουν οι παίκτες, να διασκεδάζουν μέσα σε ένα ανταγωνιστικό πλαίσιο. Και αυτή η απόλαυση καθορίζεται από το προπονητικό πλάνο.
Δεν θεωρώ ότι ανήκω σε κάποια συγκεκριμένη «σχολή»: ούτε Μπιέλσα, ούτε Γκουαρδιόλα, ούτε Ζιντάν, ούτε Αντσελότι… τίποτα από αυτά. Προσπαθώ να δίνω νόημα σε όλα, να υπάρχει μια διαδρομή, μια εξέλιξη και να το αντιλαμβάνονται οι παίκτες. Γιατί δεν χρειάζεται να είσαι ιδιοφυΐα για να καταλάβεις πότε ένας παίκτης απολαμβάνει την προπόνηση και πότε όχι. Και αν μπορέσεις να μεταφράσεις αυτή την απόλαυση σε ανταγωνιστικότητα και νίκες, τότε πρέπει να το διατηρήσεις.
Φυσικά κι έχω μια ιδέα και ένα πλάνο. Και αν κοιτάξεις τις ομάδες μου, μπορεί να πεις «ο Χουάν είναι προπονητής που του αρέσει να κυριαρχεί και να έχει κατοχή». Ναι, αυτό είναι αλήθεια, αλλά επειδή πιστεύω ότι είναι το καλύτερο πλάνο για να κερδίσεις. Όχι γιατί είμαι “καμικάζι” με μια σταθερή ιδέα. Στο τέλος, είμαστε όλοι άνθρωποι. Κάποιες μέρες τα πράγματα πάνε καλύτερα, κάποιες χειρότερα. Και οι παίκτες έχουν επίσης τη δική τους ζωή: κάποιοι έχουν χάσει τους γονείς τους, άλλοι έχουν χωρίσει, άλλοι έχουν τσακωθεί με τις συντρόφους τους… Τα συναισθήματα επηρεάζουν πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε, ακόμη και την τακτική».
Ένας πρώην παίκτης του Βόλου ισχυρίστηκε ότι ο σύλλογος είχε στήσει παιχνίδια την περσινή σεζόν.
«Αυτό συμβαίνει συχνά: ξεκινά μια φήμη, κάποιος την αναπαράγει και ήδη έχεις δημιουργήσει ένα πρόβλημα. Αλλά, κοίτα, είναι πολύ δύσκολο να ελέγξεις αυτά τα πράγματα. Γι’ αυτό υπάρχουν η αστυνομία και το αρμόδιο αθλητικό όργανο.
Σου το λέω γιατί συμμετείχα άμεσα σε εκείνο το ματς, που ήταν εναντίον του Πανσερραϊκού και σε κανένα σημείο δεν υπήρχε κάτι ύποπτο. Δεν υπήρχαν συμφωνίες, δεν υπήρχε “εσύ θα βάλεις τρία, εγώ θα βάλω…”, τίποτα. Απολύτως τίποτα. Είναι αλήθεια ότι ήμασταν στο τέλος του πρωταθλήματος και ξέρεις τι γίνεται τότε; Πολλές ομάδες “χαλαρώνουν”. Αρχίζεις να χρησιμοποιείς νεαρούς παίκτες για να δεις αν μπορούν να πάνε στην προετοιμασία, βάζεις έναν τερματοφύλακα που δεν έχει παίξει οχτώ μήνες και χρειάζεται λεπτά… Και όταν κάνεις αυτές τις αλλαγές, παίρνεις τα αποτελέσματα που παίρνεις. Τελεία.
Σε αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν έγινε τίποτα περίεργο. Μπορώ να στο διαβεβαιώσω, γιατί ήμουν πλήρως εμπλεκόμενος. Αλλά ξέρεις πώς είναι: είναι πολύ εύκολο να πεις “κάτι έγινε εκεί”, “εκείνο το ματς…”. Αυτά τα πράγματα θα συνεχίσουν να συμβαίνουν μέχρι να υπάρξει πλήρης συνείδηση. Κι όμως, πάντα θα υπάρχουν ένας, δύο ή τρεις που θα φερθούν άσχημα. Στην πραγματικότητα, θα σου πω και κάτι ακόμη: ξέρω χώρες και συλλόγους όπου πιέζουν τους παίκτες, δεν τους έχουν πληρώσει για μήνες και τους λένε: “η μόνη λύση είναι να σας αφήσουμε να κερδίσετε ή να χάσετε”. Και, φυσικά, ένας παίκτης με οικογένεια νιώθει ότι εκβιάζεται και υποκύπτει. Αλλά, επαναλαμβάνω: στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έγινε απολύτως τίποτα. Παρ’ όλα αυτά, είναι πολύ εύκολο να κάνεις μια καταγγελία… μετά όμως πρέπει να την αποδείξεις».
Υπάρχουν συστήματα διοργάνωσης, όπως αυτό της ελληνικής Super League, που ενθαρρύνουν τις ομάδες να παίζουν για μήνες χωρίς να έχουν πραγματικό διακύβευμα.
«Βέβαια, βέβαια. Αλλά, περισσότερο από το στήσιμο κάποιου πράγματος, το ζήτημα είναι όλοι να ανταγωνίζονται με ίσους όρους. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι, αν είσαι ήδη ασφαλής και δεν έχεις κάτι να διεκδικήσεις, τότε είναι η ώρα να στηριχθείς στην ακαδημία και στα τμήματα υποδομής. Και, ως προπονητής, πρέπει να έχεις το θάρρος να πεις «θα βάλω τρεις 17χρονους», όπως έκανα εγώ στον Πανσερραϊκό την τελευταία αγωνιστική. Δύο 15χρονοι έκαναν ντεμπούτο. Εγώ δεν είχα τίποτα να διεκδικήσω, ούτε η άλλη ομάδα.
Γι’ αυτό λέω ότι, περισσότερο από το σύστημα διεξαγωγής, το σημαντικό είναι να παραμείνουμε όλοι ανταγωνιστικοί μέχρι το τέλος. Διαφορετικά, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν. Και θα κοιτάξω και την Ισπανία: φαντάσου ότι στην πρώτη κατηγορία, κάποια στιγμή, η Λεβάντε και η Βαλένθια να έχουν σωθεί. Και η μία λέει «θα βάλω τρεις παίκτες από τη δεύτερη ομάδα» και η άλλη λέει «ε, εγώ θα βάλω δύο από τους παίδες». Είναι αυτό στήσιμο; Όχι. Ξέρεις απλώς ότι μπορεί να γίνει 3–4 ή 0–0 και τέλος. Αυτά συμβαίνουν.
Ο μόνος τρόπος να κρατήσεις τους πάντες ανταγωνιστικούς μέχρι το τέλος είναι με ένα απλό, κανονικό πρωτάθλημα. Όταν αρχίζεις να προσθέτεις φάσεις πρωταθλητή, πλέι οφ, πλέι άουτ… ξέρεις ότι ρισκάρεις: τις πέντε τελευταίες αγωνιστικές να επικρατεί χάος, και οι ομάδες που έχουν ήδη κάνει τη δουλειά τους να μην «γυρίζουν τον διακόπτη» ξανά, αλλά απλώς να χαλαρώνουν και να αφήνονται».












