Τετάρτη, 28 Μαΐου, 2025 18:09
ΥΓΕΙΑ

Τα κουνούπια τσιμπούν μόνο εσάς; Δεν φταίει η διατροφή ή η ομάδα αίματος – Η επιστήμη έχει την απάντηση






Ένα θηλυκό κουνούπι μπορεί να εντοπίσει κάθε άνθρωπο, παρακολουθώντας την εκπνοή διοξειδίου του άνθρακα, τη θερμότητα του σώματος και τη μοναδική του οσμή. Ωστόσο, ορισμένα άτομα φαίνεται να προσελκύουν δυσανάλογα περισσότερα τσιμπήματα. Παρόλο που συχνά αποδίδεται σε παράγοντες όπως η ομάδα αίματος, η ηλικία, το φύλο ή η κατανάλωση συγκεκριμένων τροφών -όπως μπανάνες ή σκόρδο -η επιστήμη υποδεικνύει έναν πιο ουσιαστικό λόγο: τη χημική υπογραφή του δέρματος.

Αυτή η υπόθεση ώθησε τη Leslie Vosshall, επικεφαλής του Εργαστηρίου Νευρογενετικής και Συμπεριφοράς στο Πανεπιστήμιο Rockefeller και επικεφαλής επιστημονική σύμβουλο στο Ιατρικό Ινστιτούτο Howard Hughes, να διερευνήσει τι κάνει κάποιους ανθρώπους «μαγνήτες» για τα κουνούπια. Η μελέτη, που πραγματοποιήθηκε μαζί με τη μεταδιδακτορική ερευνήτρια Maria Elena De Obaldia και δημοσιεύτηκε στο Cell, αποκάλυψε πως τα λιπαρά οξέα του δέρματος, σε συνδυασμό με το μικροβίωμα, δημιουργούν ένα «ακαταμάχητο άρωμα» για τα κουνούπια.

Η διεξαγωγή του πειράματος

Στο πλαίσιο της τριετούς μελέτης, 8 συμμετέχοντες φόρεσαν νάιλον κάλτσες στα χέρια τους για 6 ώρες ημερησίως, σε πολλαπλές επαναλήψεις. Οι κάλτσες αυτές αποτέλεσαν τα δείγματα που τέθηκαν σε δοκιμή μέσω ειδικής διάταξης: ένα διάφανο κουτί με δύο σωλήνες που οδηγούσαν σε δοχεία με τις κάλτσες, μέσα στο οποίο αφέθηκαν κουνούπια Aedes aegypti -είδος υπεύθυνο για τη μετάδοση ασθενειών όπως ο δάγκειος πυρετός, ο Zika και ο κίτρινος πυρετός.

Τα κουνούπια είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν προς ποια κάλτσα θα πετάξουν και τα αποτελέσματα κατέδειξαν σαφείς προτιμήσεις. Το λεγόμενο «υποκείμενο 33» αποδείχθηκε ασυναγώνιστο, προσελκύοντας τα κουνούπια 4 φορές περισσότερο από τον δεύτερο πιο ελκυστικό συμμετέχοντα και 100 φορές περισσότερο από τον λιγότερο ελκυστικό.

«Μπορούσες να καταλάβεις από τα πρώτα δευτερόλεπτα ότι το δείγμα ανήκε στο υποκείμενο 33, γιατί τα έντομα κατευθύνονταν σε σμήνη προς αυτό», δήλωσε η De Obaldia. Η διαδικασία επαναλήφθηκε με ακόμη 56 συμμετέχοντες, επιβεβαιώνοντας την αρχική παρατήρηση: το υποκείμενο 33 παρέμεινε εξαιρετικά ελκυστικό ακόμα και χρόνια μετά.

Ένας «ακαταμάχητος» συνδυασμός για τα κουνούπια

Η ομάδα εντόπισε πάνω από 50 χημικές ενώσεις που ήταν ιδιαίτερα αυξημένες στο σμήγμα (την ενυδατική επίστρωση του δέρματος) των συμμετεχόντων που προσέλκυαν τα περισσότερα κουνούπια. Ειδικότερα, τα καρβοξυλικά οξέα, τα οποία παράγονται φυσικά και καταναλώνονται από τα βακτήρια του δέρματος, αποδείχθηκαν καθοριστικά. Ο συνδυασμός αυτών των λιπαρών ουσιών με τη δράση των μικροοργανισμών δημιουργεί ένα μοναδικό «άρωμα» που τα κουνούπια δεν μπορούν να αγνοήσουν.

Το αξιοσημείωτο είναι ότι αυτός ο «μαγνητισμός» αποδείχθηκε σταθερό χαρακτηριστικό του κάθε ανθρώπου, ανεξάρτητα από αλλαγές στον τρόπο ζωής, τη διατροφή ή τις περιβαλλοντικές συνθήκες.

Μπορούμε να αλλάξουμε το πως μας «μυρίζουν» τα κουνούπια;

Οι επιστήμονες προσπάθησαν να εξαλείψουν την ελκυστικότητα προς τους ανθρώπους, τροποποιώντας τα γενετικά, ώστε να χάσουν βασικούς οσφρητικούς υποδοχείς (Orco και IR). Ωστόσο, ακόμη και όταν ένας τύπος υποδοχέα απενεργοποιήθηκε, τα κουνούπια παρέμεναν ικανά να εντοπίσουν και να προτιμήσουν τους «μαγνήτες», όπως το υποκείμενο 33. «Απογοητευτικό αποτέλεσμα», ανέφερε η Vosshall, εξηγώντας ότι το σύστημα όσφρησης των κουνουπιών είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και διαθέτει πολλαπλούς μηχανισμούς εντοπισμού.

Ένας πιο υποσχόμενος δρόμος αφορά τη χειραγώγηση του μικροβιώματος του δέρματος. Αν, για παράδειγμα, ένα άτομο με υψηλή ελκυστικότητα μπορούσε να «επικαλυφθεί» με το μικροβίωμα κάποιου λιγότερο ελκυστικού, ίσως να μείωνε τη δική του ελκυστικότητα στα κουνούπια. Αν και κάτι τέτοιο παραμένει σε θεωρητικό στάδιο, οι ερευνητές ελπίζουν να εμπνεύσουν νέες έρευνες, ακόμα και σε άλλα είδη κουνουπιών, όπως αυτά που μεταδίδουν την ελονοσία (τα κουνούπια γένους Anopheles).

«Εάν καταφέρουμε να κατανοήσουμε τι ακριβώς κάνει κάποιους ανθρώπους “μαγνήτες” για τα κουνούπια, τότε μπορούμε και να σκεφτούμε τρόπους να το αλλάξουμε αυτό», καταλήγει η Vosshall.