Σε διαρκή πίεση βρίσκονται οι βραχυχρόνιες μισθώσεις τύπου Airbnb, καθώς η κυβέρνηση δεν δείχνει διάθεση να χαλαρώσει τη στρόφιγγα. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις είναι σαφείς: οι περιορισμοί δεν πρόκειται να αρθούν, ενώ οι φορολογικές επιβαρύνσεις για τα νομικά πρόσωπα που δραστηριοποιούνται στον χώρο επεκτείνονται με νομικά στηρίγματα. Ο σχεδιασμός του οικονομικού επιτελείου περιλαμβάνει όχι μόνο την παράταση των μέτρων που ήδη ισχύουν (απαγόρευση έκδοσης νέων ΑΜΑ σε συγκεκριμένες περιοχές της Αθήνας), αλλά και την ενδεχόμενη επέκτασή τους και σε άλλες ζώνες, προκειμένου να αυξηθεί τεχνητά η προσφορά κατοικιών για μακροχρόνια μίσθωση.
Το νέο «χτύπημα» είναι η διάταξη που ενσωματώθηκε στον υπό διαβούλευση Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα και προβλέπει ρητά ότι κάθε ακίνητο που διατίθεται για βραχυχρόνια μίσθωση από νομικό πρόσωπο θεωρείται υποκατάστημα. Αυτό συνεπάγεται την υποχρέωση καταβολής τέλους επιτηδεύματος ύψους 600 ευρώ για κάθε ακίνητο ξεχωριστά, ή 300 ευρώ για αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες. Με τη ρύθμιση αυτή, η κυβέρνηση ουσιαστικά επιχειρεί να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων την εγκύκλιο της ΑΑΔΕ (2024/2024), η οποία είχε χαρακτηρίσει τις μισθώσεις τύπου Airbnb ως επαγγελματική δραστηριότητα με ξεχωριστή έδρα ανά ακίνητο και είχε επιβάλει το ίδιο τέλος επιτηδεύματος. Εκείνη η εγκύκλιος είχε προσβληθεί στο Συμβούλιο της Επικρατείας από τον Σύνδεσμο Εταιρειών Βραχυχρόνιας Μίσθωσης (Stama Greece) και το Β’ Τμήμα του ΣτΕ είχε κρίνει πως είναι μη νόμιμη, ανυπόστατη και ακυρωτέα, αφού στερείται κανονιστικού χαρακτήρα και δεν έχει δημοσιευθεί σε ΦΕΚ.
Η κριτική από την αγορά είναι έντονη. Εκπρόσωποι εταιρειών του κλάδου χαρακτηρίζουν τη νέα διάταξη υπερβολική και εκτός κάθε επιχειρηματικής λογικής, σημειώνοντας πως πλέον κάθε διαμέρισμα με ΑΜΑ θεωρείται ξεχωριστό υποκατάστημα, ακόμη και αν πρόκειται για απλή μίσθωση χωρίς παροχή υπηρεσιών. Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι έτσι ενισχύεται η μακροχρόνια αγορά ακινήτων μοιάζει ανεπαρκές, καθώς μέχρι σήμερα δεν έχουν δοθεί ενδείξεις ότι τα μέτρα αυτά επιστρέφουν κατοικίες στους ενοικιαστές.
Όλα αυτά διαδραματίζονται σε μια περίοδο που η προσφορά κατοικιών στην αγορά μακροχρόνιας μίσθωσης παραμένει στάσιμη, παρά τη θετική πορεία των οικοδομικών αδειών. Όπως καταγράφει η τελευταία μελέτη του ΙΟΒΕ, η αύξηση των οικοδομικών αδειών δεν είναι αρκετή για να καλύψει τη ζήτηση, καθώς η καθυστέρηση στην ωρίμανση των έργων, τα εμπόδια με τον Νέο Οικοδομικό Κανονισμό και το υψηλό κόστος κατασκευής λειτουργούν ανασταλτικά. Ενδεικτικά, οι τιμές σε βασικά υλικά όπως πλαστικά, τσιμέντα και κουφώματα έχουν αυξηθεί έως και 7,3% μέσα σε ένα χρόνο. Παράλληλα, το σχέδιο για την αξιοποίηση ακινήτων του Δημοσίου ή το άνοιγμα κλειστών κατοικιών μέσω φορολογικών κινήτρων βρίσκεται ακόμη σε θεωρητικό στάδιο και δεν έχει παράξει μετρήσιμο αποτέλεσμα.
Την ίδια ώρα, η αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων συνεχίζει να αναπτύσσεται με ταχύτητα, παρά τα εμπόδια. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΙΝΣΕΤΕ, ο αριθμός των διαθέσιμων καταλυμάτων αυξήθηκε από τις 218.000 τον Μάιο του 2024 σε 236.000 τον φετινό Μάιο, σημειώνοντας άνοδο κατά 18.000 ακίνητα. Η τάση είναι σταθερά ανοδική από τον Ιανουάριο, ενώ για πρώτη φορά φέτος, οι διαθέσιμες κλίνες ξεπέρασαν το 1 εκατομμύριο ήδη από τον Απρίλιο. Πέρυσι, το ίδιο ορόσημο είχε επιτευχθεί μόλις τον Ιούλιο, εν μέσω της τουριστικής αιχμής. Αυτό δείχνει ότι τα φορολογικά και ρυθμιστικά αντικίνητρα δεν έχουν φρενάρει την ανάπτυξη της δραστηριότητας, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να εξετάζει όλο και πιο σφιχτά μέτρα.
πηγή: newmoney