Ηταν μία απόφαση που, όπως λέει η θεία, υπαγορεύτηκε καθαρά από συναισθήματα αγάπης και προστασίας προς τα τέσσερα παιδιά, που έμειναν ορφανά από μάνα, τόσο ξαφνικά και τόσο άδικα. Τη στιγμή της απόλυτης τραγωδίας, η νεαρή γυναίκα, αδερφή της 36χρονης, δεν σκέφτηκε τίποτα άλλο… Ούτε πώς θα ζήσουν στο μικρό διαμέρισμα που η ίδια διατηρούσε στη Σκιάθο, όπου έμενε μόνη της και εργαζόταν, ούτε αν ο ένας μισθός, ο δικός της, θα έφτανε για να τραφούν πέντε στόματα.
Δυσκολίες με τις οποίες θα ερχόταν μοιραία αντιμέτωπη, χωρίς, ευτυχώς, να χρειαστεί. «Γυρνούσαμε από την Αλβανία, μετά την κηδεία της αδερφής μου, όταν το τηλέφωνό μου χτύπησε. Αυτή τη φορά δεν ήταν κάποιος δημοσιογράφος. Με έκπληξη άκουσα στην άλλη γραμμή, τον δήμαρχο Βόλου, Αχιλλέα Μπέο. Δεν είπαμε πολλά. Μου είπε ότι είναι στο πλευρό μας. Ότι βρίσκεται δίπλα μας. Κι ότι θα μας βοηθήσει με όποιον τρόπο κι αν ζητήσω. Δεν χρειάστηκε να ζητήσω το παραμικρό. Φρόντισε για τα πάντα», περιγράφει στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ η Άννα συγκινημένη για την ανέλπιστη βοήθεια που δέχθηκε πριν καλά – καλά έρθει αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά το αποτρόπαιο έγκλημα.
«Θέλω να του πω δημόσια ένα μεγάλο ευχαριστώ από την καρδιά μου. Ευχαριστώ για την αγάπη και την έμπρακτη στήριξη, που μου δίνει δύναμη να συνεχίσω, να είμαι βράχος για τα παιδιά της αδερφής μου, που με έχουν ανάγκη», τα λόγια της νεαρής γυναίκας προς τον δήμαρχο Βόλου, που στάθηκε πραγματικός προστάτης για την οικογένεια.
Σε λίγες ημέρες έστησε νέο σπιτικό
μακριά από τον εφιάλτη
Πριν ακόμη καλά – καλά ολοκληρωθούν οι διοικητικές διαδικασίες από την Εισαγγελία Βόλου για την επιτροπεία των παιδιών της αδικοχαμένης Μαριόλας προς την αδερφή της Αννα, ο κ. Μπέος φαίνεται ότι φρόντισε να παρέχει όλα τα απαραίτητα στην πενταμελή οικογένεια που θα επιχειρούσε ένα νέο ξεκίνημα, μακριά από τον εφιάλτη στη Σκιάθο.
«Βρήκε και νοίκιασε για εμάς ένα πολύ ωραίο διαμέρισμα στη Σκιάθο. Είναι ένα μεγάλο τριάρι, στο οποίο ζούμε άνετα. Δεν χρειάστηκε να πάρουμε παρά τα προσωπικά μας αντικείμενα. Όταν μπήκαμε μέσα ήταν πλήρως επιπλωμένο και εξοπλισμένο. Δεν χρειάστηκε να ανησυχήσω για τίποτα. Τα βρήκα έτοιμα. Και το ενοίκιο, ύψους 800 ευρώ τον μήνα, το καλύπτει ο κ. Μπέος για έναν ολόκληρο χρόνο», περιγράφει η Αννα.
Εξασφαλισμένο και το μάρκετ
Ούτε για το καθημερινό της τραπέζι χρειάζεται να ανησυχεί η οικογένεια. «Ο κ. Μπέος μας έδωσε διατακτικές 500 ευρώ κάθε μήνα για να ψωνίζουμε από το μάρκετ και να μην λείψει τίποτα στα παιδιά. Είναι μεγάλη βοήθεια γιατί τα παιδιά είναι μικρά και έχουν ανάγκες», σημειώνει η Αννα.
«Τον άλλο μήνα, μόλις τακτοποιηθούμε πλήρως θα ξεκινήσω κι εγώ δουλειά και όλα θα πάνε καλύτερα. Ο κ. Μπέος μου είπε να μην διστάσω να του ζητήσω ό,τι κι αν χρειαστώ. Ότι θα είναι δίπλα μας και θα μας βοηθήσει. Είναι μεγάλη ανακούφιση για μένα», συμπληρώνει.
«Τον ευχαριστώ πολύ που μας στηρίζει. Και όλους όσους μας βοηθάνε και εδώ στη Σκιάθο. Μας αγαπάνε και μας στηρίζουν και εγώ παίρνω δύναμη», λέει συγκινημένη.
«Εχουμε ο ένας τον άλλο»
Η Αννα μαζί με τα τέσσερα ανίψια της, εγκαταστάθηκαν στη Σκιάθο, οκτώ ημέρες μετά το στυγερό έγκλημα. Ένα μήνα μετά την τραγωδία που βίωσαν και σχεδόν 20 ημέρες στο νέο τους περιβάλλον, παλεύουν ακόμη να ξεφύγουν από τον εφιάλτη.
Στο διαμέρισμα της πολυκατοικίας της οδού Κωνσταντά, τα παράθυρα και τα παντζούρια είναι πλέον κλειστά. Το διαμέρισμα παραμένει κλειστό και τον εφιάλτη θυμίζει το μήνυμα που γράφτηκε στον τοίχο, δίπλα από το σημείο της τραγωδίας: «Καμία μόνη. Καμία άλλη δολοφονημένη. Μαριόλα πάντα παρούσα». Τα παιδιά πήραν τα πράγματά τους και έφυγαν μαζί με τη θεία τους.
Τα μικρότερα παιδιά ηλικίας 5, 13 και 16 ετών πήγαν στα νέα τους σχολεία στη Σκιάθο και ήδη παρακολουθούν μαθήματα. Η 18χρονη πριν από δέκα ημέρες προτίμησε να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη, σε άλλη θεία της.
«Ξεκινήσαμε όλοι μαζί μια νέα ζωή στη Σκιάθο. Τους αρέσει το νησί. Εχω τα παιδιά δίπλα μου και το μόνο που τους λέω ότι θα είμαστε μαζί, ό,τι κι αν συμβεί. Τα αγαπάω, θα ζήσουμε δεμένοι. Εχουμε ο ένας τον άλλο, δεν θα χωρίσουμε ποτέ», λέει γεμάτη αγάπη για τα ανίψια της και προσπαθεί να διαχειριστεί το βαρύ πένθος.
«Προσπαθώ και η ίδια να συνέλθω. Για τα παιδιά. Γιατί όταν με βλέπουν στενοχωρημένη, στενοχωριούνται και τα ίδια. Και πρέπει να έχουν το μυαλό τους στο σχολείο», λέει με μητρικά αισθήματα.
«Κάθε μέρα το συζητάμε. Δεν υπάρχει μέρα που να μην έχουμε συζητήσει τι έχει γίνει. Το μικρό (5χρονο) δεν καταλαβαίνει και πολλά. Ο 13χρονος νιώθει μίσος. Και η 16χρονη δεν θέλει καν να ακούει για τον πατέρα της. Είναι νωρίς. Είναι όλα πολύ τραγικά και πολύ νωπά» περιγράφει για τις ανοιχτές πληγές στις παιδικές ψυχές, που προσπαθούν να γιατρέψουν ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί, όπως επίσης και ιερείς που είναι στο πλευρό της οικογένειας.
Πηγή: ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ/Ρεπορτάζ: ΕΛΕΝΗ ΧΑΝΟΥ