Η Καναδή δημοσιογράφος Νάταλι Κάρνιφ, ένα από τα τέσσερα θύματα του αποκαλούμενου «βιαστή με την τυρόπιτα», μιλά στο «ΘΕΜΑ» για την τραυματική εμπειρία που καθόρισε τη ζωή της. Εκφράζει την οργή της για το γεγονός ότι την υπεράσπιση του δράστη ανέλαβε μία γυναίκα, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, και θέτει ερωτήματα για τις παθογένειες του ελληνικού δικαστικού συστήματος και της κοινωνικής ανοχής απέναντι στη βία. Πέρσι, στο μπλογκ The Sun είχε καταθέσει δημόσια την προσωπική της ιστορία, με ένα συγκλονιστικό κείμενο, περιγράφοντας με λεπτομέρειες την πορεία της από τον τρόμο εκείνης της νύχτας έως τη μακρά διαδικασία της επιβίωσης και της ίασης.
Η σύγκρουση
Πρόκειται για μία ιστορία που δεν ξεχάστηκε κι ας πέρασαν σχεδόν δύο δεκαετίες. Η υπόθεση του λεγόμενου «βιαστή με την τυρόπιτα» επανήλθε τις τελευταίες ημέρες στο προσκήνιο, με αφορμή τη σύγκρουση στη Βουλή ανάμεσα στον Γιώργο Φλωρίδη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Ο βιαστής που νάρκωνε ανυποψίαστες τουρίστριες με φαγητό και ποτό στο οποίο είχε ρίξει Stilnox -ισχυρό υπνωτικό γνωστό και ως Ζolpidem ή Ambien- καταδικάστηκε το 2012 για τον βιασμό τουλάχιστον τεσσάρων γυναικών. Το 2015, όμως, αποφυλακίστηκε πρόωρα με τον νόμο Παρασκευόπουλου, γεγονός που προκάλεσε έντονες πολιτικές αντιδράσεις, καθώς συνήγορός του υπήρξε η τότε πρόεδρος της Βουλής Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Ο δράστης προσέγγιζε τα υποψήφια θύματά του συνήθως σε τουριστικά σημεία της Αθήνας, προσποιούμενος τον ξεναγό ή τον πιλότο. Τα ξεγελούσε με μια τυρόπιτα, ένα ποτό, ένα χαμόγελο. Και ύστερα, όταν εκείνες έχαναν τις αισθήσεις τους, τις κακοποιούσε σεξουαλικά. Οταν ξυπνούσαν, δεν είχαν σαφή εικόνα του τι είχε συμβεί, μόνο αποσπασματικές μνήμες, το σώμα τους που αντιδρούσε, και μια τρομακτική αίσθηση ότι κάτι ανεπανόρθωτο είχε γίνει. Μία από τις γυναίκες που βίωσαν αυτόν τον εφιάλτη ήταν η Καναδή δημοσιογράφος Νάταλι Κάρνιφ.
Είκοσι χρόνια μετά, η υπόθεση επιστρέφει στην επικαιρότητα και μαζί της και ο πόνος. Οχι μόνο επειδή ο άνδρας που την κακοποίησε είναι πια ελεύθερος. Αλλά και γιατί, όπως λέει η ίδια στο «ΘΕΜΑ», «ακόμη και σήμερα η κοινωνία συνεχίζει να ρίχνει την ευθύνη στις γυναίκες». Αναφερόμενη στην απόφαση της Ζωής Κωνσταντοπούλου να υπερασπιστεί τον κατηγορούμενο, η Κάρνιφ εκφράζει την απορία και την οργή της για ένα σύστημα που, όπως λέει, συνεχίζει να στηρίζει τους θύτες και να απαξιώνει τα θύματα. Θεωρεί πως η επανεμφάνιση της υπόθεσης στη δημόσια συζήτηση είναι ευκαιρία, όχι όμως για προσωπικές επιθέσεις, αλλά για να τεθούν ερωτήματα πιο βαθιά, πιο συστημικά. «Το ερώτημά μου είναι γιατί επικεντρωνόμαστε στη δική μου προσωπική αντίδραση, αντί στο ευρύτερο ερώτημα: τι, μέσα στο ελληνικό σύστημα, επιτρέπει να συμβαίνουν αυτά τα πράγματα; Γιατί η κοινωνία επιτρέπει στην Κωνσταντοπούλου να ιδρύει αυτό το κόμμα και στο κόμμα αυτό να υφίσταται;».
«Ναι, έκανε αυτό που έκανε, και ναι, η Κωνσταντοπούλου κάνει αυτό που κάνει. Αλλά γιατί συμβαίνει αυτό; Αν συνεχώς προσωποποιούμε το πρόβλημα, νομίζω ότι οδηγούμαστε σε αδιέξοδο. Είναι το αποτέλεσμα μιας εξαιρετικά ατομικιστικής κοινωνίας που έχει απομακρυνθεί πολύ από τις συλλογικές αξίες». Η Κάρνιφ επισημαίνει ότι η υπέρβαση ενός τέτοιου τραύματος δεν είναι ατομική υπόθεση: «Η ίαση συμβαίνει συλλογικά. Τουλάχιστον, έτσι συνέβη στη δική μου περίπτωση».
Ο εφιάλτης του βιασμού
Η ίδια είχε μιλήσει εκτενώς για την υπόθεσή της σε μπλογκ με την επωνυμία «The Sun» πέρυσι. Σε εκείνο το αναλυτικό κείμενό της, περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια τη γνωριμία της με τον άνδρα που εμφανίστηκε σαν ξεναγός στην Ακρόπολη, την «καλοσύνη» του, το φαγητό που της πρόσφερε, το ποτό με τη χαρακτηριστική πικρή επίγευση και το απότομο «μπλακ άουτ». Ξύπνησε χωρίς μνήμη, αποπροσανατολισμένη, με τα ρούχα της ανακατεμένα και το σώμα της να μαρτυρά μια πραγματικότητα που το μυαλό της αδυνατούσε να αποδεχτεί. Εκεί, στην αφήγησή της, αναφέρθηκε και στην απόφαση της Ζωής Κωνσταντοπούλου να αναλάβει την υπεράσπιση του κατηγορούμενου.
«Σχεδόν απίστευτο, αλλά η συνήγορος υπεράσπισης του βιαστή ήταν μια γυναίκα μόλις 14 μήνες μεγαλύτερή μου. Είχαμε ξεκινήσει και οι δύο να ασκούμε τη νομική με λίγα χρόνια διαφορά. Ως νομικός, γνωρίζω ότι και οι δύο πλευρές πρέπει να εκπροσωπούνται με πάθος, ώστε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορώ να μη διερωτηθώ τι την οδήγησε να αναλάβει την υπεράσπιση αυτού του άνδρα. Πώς άραγε εξήγησε στο δικαστήριο το γεγονός ότι τέσσερις γυναίκες από διαφορετικές γωνιές του πλανήτη συνάντησαν τον ίδιο άντρα στην ίδια πόλη, άκουσαν την ίδια ιστορία και δηλητηριάστηκαν με τον ίδιο τρόπο; Αναρωτιέμαι αν σκέφτεται ποτέ τα θύματα, αν αναρωτιέται αν υπάρχουν κι άλλα. Μπορεί να με νιώθει κάπου στον κόσμο ως κάτι που δεν μπορεί να εξηγήσει πλήρως – μια σκοτεινή σκιά σε ό,τι βλέπει, αδιόρατη αλλά υπαρκτή;».
Η εξομολόγηση
Η Νάταλι, όπως ήδη αναφέρθηκε, μοιράστηκε τις σκέψεις της και τους βαθύτερους φόβους της μέσα από ένα συγκλονιστικό κείμενο άνω των 12.000 λέξεων. Εκεί ξεδιπλώνει, με λόγο ωμό και βαθιά βιωματικό, την εμπειρία του βιασμού της, τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε κάθε πτυχή της ζωής της και την επίμονη προσπάθειά της να ξαναχτίσει την ταυτότητά της.
Μέσα από τις γραμμές αυτού του άρθρου ξεδιπλώνεται ολόκληρη η διαδρομή μιας γυναίκας που βρέθηκε παγιδευμένη σε μια εφιαλτική πραγματικότητα, με αφετηρία εκείνο το βράδυ στην Αθήνα, το 2004. Περιγράφει με λεπτομέρειες τη στιγμή που γνώρισε εκείνον τον άντρα, έναν μεγαλύτερης ηλικίας Ελληνα που της συστήθηκε ως λάτρης της Ιστορίας και της τέχνης. Τη φαινομενική του ευγένεια, το ενδιαφέρον που έδειξε να την ξεναγήσει στην πόλη, το πόσο φιλικός και καλοσυνάτος φαινόταν. Καμία υποψία δεν της δημιουργήθηκε εκείνη την ώρα, κανένας φόβος δεν τη φρέναρε. Ηταν διακοπές, σε μια ξένη χώρα, προσπαθούσε να ζήσει μια εμπειρία ζωής. Το βράδυ δείπνησαν μαζί. Ηπιαν κρασί. Και κάπου εκεί, όλα άρχισαν να χάνονται.
Η Νάταλι αναφέρει ότι ξαφνικά ένιωσε εξαντλημένη, με βαριά βλέφαρα, θολή σκέψη και το σώμα της να μην ανταποκρίνεται. Οταν ξύπνησε, βρισκόταν στο δωμάτιό του. Ηταν γυμνή από τη μέση και κάτω. Το κρεβάτι βρεγμένο. Ο ίδιος έλειπε. Δεν θυμόταν σχεδόν τίποτα. Δεν ήξερε τι είχε προηγηθεί, τι είχε συμβεί και γιατί ένιωθε ένα αδιευκρίνιστο μείγμα ντροπής, φόβου και νάρκωσης. Δεν υπήρχαν κραυγές, ούτε βία όπως στα σενάρια των ταινιών – μόνο η βεβαιότητα ότι κάτι είχε γίνει, χωρίς τη θέλησή της.
Στο δημοσίευμα περιγράφει πώς προσπάθησε αρχικά να καταπνίξει την εμπειρία. Πίστεψε πως ίσως έκανε λάθος, ότι ίσως είχε παρερμηνεύσει καταστάσεις, πως ίσως ήταν δική της ευθύνη που βρέθηκε εκεί. Γύρισε στον Καναδά, δεν μίλησε σε κανέναν. Προσπάθησε να συνεχίσει τη ζωή της σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Εγινε μητέρα. Εχασε το ένα από τα δίδυμα βρέφη που έφερε στον κόσμο. Πένθησε. Εθαψε τον πατέρα της. Παντρεύτηκε, χώρισε. Εγινε δικηγόρος. Πήρε τη ζωή στα χέρια της. Ομως ο πόνος εκείνης της νύχτας δεν έσβησε ποτέ. Εμφανιζόταν σε εφιάλτες, σε κρίσεις πανικού, σε ανεξήγητα κλάματα στον γυναικολόγο. Κάθε φορά που άκουγε την ελληνική γλώσσα, πάγωνε. Και όσο ο χρόνος περνούσε, τόσο δυσκολότερο γινόταν να εξηγήσει τι της συνέβη. Η ίδια δεν ήταν καν βέβαιη. Στην ψυχοθεραπεία κατάλαβε πως αυτή η αμφιβολία είναι ακριβώς το εργαλείο των δραστών. Το άρθρο της αναφέρει πως, με τη βοήθεια της θεραπεύτριάς της, η Νάταλι κατέγραψε όλη την εμπειρία από την αρχή. Της ζητήθηκε να φανταστεί ότι βρίσκεται σε μια δικαστική αίθουσα και παρουσιάζει τα γεγονότα σαν να ήταν υπόθεση. Η ψυχολόγος της την ρώτησε: «Αν ήξερες ότι θα σε βίαζαν εκείνο το βράδυ, θα είχες μείνει;». Η απάντηση βγήκε αβίαστα: «Οχι». Και τότε συνειδητοποίησε ότι δεν έφταιγε. Δεν υπήρξε αφελής. Δεν είχε χάσει τον έλεγχο. Είχε πέσει θύμα ενός ανθρώπου που ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Που είχε μεθοδεύσει τις κινήσεις του. Που πιθανότατα είχε κάνει το ίδιο και σε άλλες γυναίκες.
Στη συνέχεια του κειμένου, αναφέρεται ότι η Νάταλι ταξίδεψε στη Ρώμη το 2015 και βρέθηκε μπροστά στο άγαλμα της αρπαγής της Περσεφόνης. Εκεί, περιγράφει, κατάλαβε με όλο της το είναι τι της είχε συμβεί. Αναγνώρισε στον τρόμο του μαρμάρινου προσώπου, στην ένταση του γυναικείου κορμιού, την ίδια την εμπειρία της. Εκεί άρχισε να αποδέχεται την αλήθεια. Αργότερα, γνώρισε κι άλλες γυναίκες με παρόμοια εμπειρία. Μία από αυτές, η οποία επίσης είχε βρεθεί στην Αθήνα, έγινε φίλη της. Ταξίδεψε να τη βρει, πέρασαν μέρες μαζί, συζήτησαν, έκλαψαν, γέλασαν. Και κατάλαβαν ότι ο πόνος δεν σβήνει. Αλλά όταν τον μοιράζεσαι, παύει να σε καταπίνει. Η Ναταλί σήμερα ζει στην Τουρκία. Δεν αποζητά δικαίωση. Ούτε τιμωρία. Ζητά απλώς να ειπωθεί η αλήθεια. Να υπάρξει αναγνώριση. Οχι για να στιγματιστεί ο βιαστής της, αλλά για να σταματήσει το βάρος να είναι πάνω στις πλάτες των θυμάτων.
Η Καναδή δημοσιογράφος και blogger ήταν εκείνη που πρωτοστάτησε ώστε να φτάσει η υπόθεση στη Δικαιοσύνη και να καταδικαστεί τελικά ο δράστης.
Τον Μάρτιο του 2015, το Β’ Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών τού επέβαλε ποινή κάθειρξης δέκα ετών -μειωμένη κατά δύο έτη σε σχέση με την πρωτόδικη απόφαση- για τον βιασμό που εκείνη υπέστη. Εκτός από τη Νάταλι, θύματα του ίδιου δράστη υπήρξαν επίσης η Αυστραλή Ντάνα Μαρί Σέιντ, η οποία μάλιστα παρευρέθηκε στη δίκη, μία ακόμη συμπατριώτισσά της, καθώς και μια τουρίστρια από τη Δανία.
Η επιστολή
Στο διάστημα που μεσολάβησε, έπειτα από μακρόχρονη καθυστέρηση της εκδίκασης, η Νάταλι απευθύνθηκε προσωπικά με ανοιχτή επιστολή στη Ζωή Κωνσταντοπούλου, τότε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ και συνήγορο υπεράσπισης του κατηγορουμένου. Μέσα από τη δημόσια τοποθέτησή της ζητούσε να επιταχυνθεί η διαδικασία και ταυτόχρονα εξέφραζε την απορία της για την επιλογή της Κωνσταντοπούλου να σταθεί στο πλευρό του κατηγορουμένου. Η Νάταλι είχε αναγκαστεί να ταξιδέψει επανειλημμένα στην Ελλάδα για να παρακολουθήσει την πολύχρονη εξέλιξη της δίκης και δεν έκρυβε τη δυσφορία της για το γεγονός ότι, όπως τόνιζε, μια γυναίκα πολιτικός, που εμφανιζόταν ως προοδευτική και υπερασπίστρια των δικαιωμάτων, επέλεγε να σταθεί στο πλευρό του θύτη και όχι του θύματος.
«Φανταστείτε να βρίσκεστε σε μια χώρα όπου δεν γνωρίζετε κανέναν και δεν μιλάτε τη γλώσσα. Φανταστείτε να ξυπνάτε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο από την πρώτη μέρα που επισκεφτήκατε την ξένη αυτή χώρα, καθώς συνειδητοποιείτε ότι είστε αναίσθητη γιατί ένας άγνωστος σας νάρκωσε με υπνωτικά και διά της βίας διείσδυσε μέσα σας. Φανταστείτε πόσο τρομοκρατημένη και πόσο μόνη θα αισθανόσασταν και πόσο πολύ θα προσευχόσασταν να εμφανιστεί κάποιος να σας βοηθήσει. Κυρία Κωνσταντοπούλου, είστε μια γυναίκα με δύναμη και μια σημαντική πολιτική φωνή στη χώρα σας. Θα μπορούσατε να είχατε κάνει κάτι για να μας βοηθήσετε όλες τις γυναίκες που πέσαμε θύματα βιασμού. Αντ’ αυτού, κάνατε το αντίθετο. Ποτέ δεν θα το καταλάβω αυτό. Σας προκαλώ να υπερασπιστείτε δημοσίως τις ενέργειές σας. Εχετε το θάρρος;».
Σύμφωνα με την ίδια, δεν έλαβε ποτέ απάντηση στην επιστολή της.
Πηγή: protothema.gr