Το κουβάρι της ρύπανσης στο λιμάνι του Βόλου αρχίζει να ξετυλίγεται και τα πρώτα επίσημα στοιχεία δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες. Σύμφωνα με πόρισμα του Κεντρικού Λιμεναρχείου Βόλου, που παρουσιάστηκε σήμερα και κοινοποιήθηκε στην Ειδική Υπηρεσία Διαχείρισης Έργων, τον ΟΛΒ και το ΕΛΚΕΘΕ, η ανάδοχος εταιρεία που πραγματοποιεί τα έργα εκβάθυνσης φέρει ευθύνη για το φαινόμενο ρύπανσης
Το Λιμεναρχείο, έπειτα από σχετικό έλεγχο στην περιοχή όπου τις τελευταίες ημέρες καταγράφεται έντονη όχληση στη θάλασσα, διαπίστωσε σοβαρές αβλεψίες στον σχεδιασμό και την υλοποίηση των μέτρων ασφαλείας κατά τη διάρκεια των έργων. Η ρύπανση –που επεκτάθηκε κατά μήκος της λιμενικής ζώνης– αποδίδεται σε αναμόχλευση του ιζήματος από τις βυθοκορήσεις, μια διαδικασία η οποία, εάν δεν συνοδεύεται από αυστηρό έλεγχο, μπορεί να απελευθερώσει τοξικά ή επικίνδυνα υλικά από τον βυθό, που συσσωρεύτηκαν μετά τις πλημμύρες του 2023.
Δεν πρόκειται απλώς για τεχνική αστοχία. Όπως επισημαίνει το πόρισμα, ο βυθός της λιμενικής περιοχής είχε μετατραπεί σε παγίδα ρύπων, ύστερα από τη θεομηνία που έπληξε τη Θεσσαλία. Φερτές ύλες, σκουπίδια, νεκρά ψάρια και απόβλητα παρέμειναν στον πυθμένα, και κατά την εκβάθυνση αναδεύτηκαν, μεταφέροντας στην επιφάνεια εικόνες και οσμές που προκάλεσαν αναστάτωση στην τοπική κοινωνία και δυσμενή δημοσιότητα.
Το πιο ανησυχητικό όμως δεν είναι μόνο η ύπαρξη του προβλήματος, αλλά το πώς προχώρησε ένα τέτοιο έργο χωρίς να εφαρμοστούν αυστηροί περιβαλλοντικοί όροι από την αρχή. Το πόρισμα θέτει εύλογα ερωτήματα:
Υπήρξε έλεγχος πριν την έναρξη των εργασιών;
Είχε ενημερωθεί ο ΟΛΒ για την κατάσταση του βυθού;
Τηρήθηκαν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος;
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η πόλη του Βόλου ετοιμάζεται να υποδεχθεί τους πρώτους τουρίστες του καλοκαιριού. Η εικόνα ενός ρυπασμένου λιμανιού δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό, αλλά και οικονομικό πλήγμα, την ώρα που ο τουριστικός ανταγωνισμός εντείνεται.