Πέμπτη, 4 Σεπτεμβρίου, 2025 16:20
ΥΓΕΙΑ

Κορωνοϊός: Γιατί δεν εμβολιαζόμαστε πια; Ο Δημήτρης Χατζηγεωργίου, CEO του ΕΟΔΥ απαντά






Παρά την εμπειρία της πρόσφατης πανδημίας και την καθοριστική συμβολή των εμβολίων στη μείωση σοβαρών νοσήσεων, η συμμετοχή των ηλικιωμένων και των ευπαθών ομάδων στον επικαιροποιημένο εμβολιασμό παραμένει σήμερα χαμηλή. Στα νοσοκομεία πράγματι δεν βλέπουμε πλέον θεαματικές επιπτώσεις από εξάρσεις λοιμώξεων από τον ιό και οι «σκληροί δείκτες» (εισαγωγές στα νοσοκομεία ή τις ΜΕΘ και θάνατοι) είναι χαμηλοί. Η εικόνα αυτή αντανακλά την υψηλή πληθυσμιακή ανοσία αλλά και την καλύτερη φροντίδα εκτός νοσοκομείου με την ειδική φαρμακευτική αγωγή. Όμως είναι εύθραυστη, ιδίως όταν η προστασία μειώνεται με τον χρόνο και νέες παραλλαγές του ιού μπορούν να αλλάξουν γρήγορα τη δυναμική.

Γιατί λοιπόν παραμένει χαμηλή η κάλυψη; Πρώτον, η «κόπωση πανδημίας» τρέφει τον εφησυχασμό: πολλοί θεωρούν πλέον την Covid-19 «ένα απλό κρυολόγημα», αγνοώντας ότι η ηλικία και τα υποκείμενα νοσήματα αυξάνουν δυσανάλογα τον κίνδυνο. Δεύτερον, η παραπληροφόρηση διαβρώνει την εμπιστοσύνη. Τρίτον, πρακτικά εμπόδια (μετακίνηση, ωράρια, ραντεβού) δυσκολεύουν την πρόσβαση. Και, κρίσιμα, η αντίληψη κινδύνου (risk perception) έχει υποχωρήσει: η «ήρεμη» νοσοκομειακή εικόνα και η εξοικείωση με τον ιό οδηγούν πολλούς —ακόμη και υψηλού κινδύνου— να υποτιμούν τον προσωπικό τους κίνδυνο και να αναβάλλουν την αναμνηστική δόση.

Σε αυτήν την πραγματικότητα, η σύσταση από τον προσωπικό/θεράποντα ιατρό είναι ο σημαντικότερος μοχλός απόφασης. Ο γιατρός που γνωρίζει το ιστορικό, τα φάρμακα και τις προτεραιότητές μας, μπορεί να μεταφράσει τον «γενικό» κίνδυνο σε κάτι απολύτως προσωπικό: τι σημαίνει δηλαδή μια αναμνηστική δόση για έναν 75χρονο με καρδιοπάθεια ή για μια γυναίκα με ΧΑΠ ή νεφρική νόσο. Μια καθαρή, προσωπική προτροπή —«σας συστήνω να εμβολιαστείτε τώρα»— έχει τη δύναμη να μετατρέψει τον δισταγμό σε απόφαση. Γι’ αυτό, η επόμενη επαφή με τον γιατρό μας δεν είναι «μια ακόμη επίσκεψη», αλλά η κατάλληλη στιγμή για μια ειλικρινή, σύντομη συζήτηση: «Με τα δικά μου προβλήματα υγείας, τι προτείνετε να κάνω τώρα;».

Όπως συμβαίνει και με το εμβόλιο της γρίπης, έτσι και τα επικαιροποιημένα εμβόλια για την Covid-19 δεν έχουν στόχο να αποτρέψουν ολοκληρωτικά κάθε λοίμωξη, αλλά να προλάβουν τις σοβαρές επιπτώσεις αν μολυνθούμε. Δηλαδή να μειώσουν την πιθανότητα νοσηλείας, πνευμονίας και σοβαρών θρομβωτικών επεισοδίων, όπως το έμφραγμα ή το εγκεφαλικό. Με απλά λόγια: ακόμη κι αν κολλήσουμε, είναι πολύ πιθανότερο να περάσουμε τη νόσο πιο ήπια και να αποφύγουμε τις επικίνδυνες επιπλοκές.

Η επικοινωνία γύρω από τον εμβολιασμό χρειάζεται να είναι απλή και ανθρώπινη. Όχι γενικότητες, αλλά σαφείς φράσεις που «ευθυγραμμίζουν» την αντίληψη κινδύνου με την πραγματικότητα: λιγότερες πιθανότητες να χρειαστούμε νοσοκομείο, πιο ήπια νόσηση, προστασία του συντρόφου ή του γονέα με αναπνευστικό πρόβλημα. Οι απορίες για παρενέργειες ή για συμβατότητα με φάρμακα λύνονται καλύτερα όταν συζητούνται πρόσωπο με πρόσωπο με τον γιατρό που μας ξέρει. Συχνά, αρκεί να φύγουμε από το ιατρείο με ξεκάθαρη απόφαση ή ένα κλεισμένο ραντεβού.

Ο στόχος είναι να προστατεύσουμε αυτούς που κινδυνεύουν περισσότερο, χωρίς ταλαιπωρία και χωρίς περιττή αγωνία. Η «ήρεμη» από πλευράς Covid-19 εικόνα στα νοσοκομεία είναι επιτυχία που πρέπει να διαφυλάξουμε: τα επικαιροποιημένα εμβόλια παραμένουν ασφαλή και αποτελεσματικά, και οι αναμνηστικές δόσεις για ηλικιωμένους και άτομα με υποκείμενα νοσήματα δεν είναι μια «προαιρετική έξτρα παροχή», αλλά βασικό μέτρο πρόληψης. Με καθαρή σύσταση από τον θεράποντα ιατρό και με λίγη βοήθεια στην πρόσβαση, μπορούμε να κλείσουμε το «κενό εμβολιασμού» στους ευάλωτους — ώστε τα νοσοκομεία να παραμείνουν χωρίς συνωστισμό, οι ζωές ασφαλέστερες και ο επόμενος χειμώνας πιο ελαφρύς για όλους.

 

 Πηγή: ygeiamou.gr