Προ εβδομάδων, οι παρατηρήσεις της Ευρωπαίας Εισαγγελέως Λάουρας Κοβέσι σχετικά με το άρθρο 86 του Ελληνικού Συντάγματος ήρθαν να υπενθυμίσουν μια χρόνια θεσμική παθογένεια: τη συνταγματικά κατοχυρωμένη εξαίρεση των πολιτικών προσώπων από τη συνήθη ποινική διαδικασία. Η πρόβλεψη για ειδική μεταχείριση των μελών της κυβέρνησης, μέσω της ανάθεσης στη Βουλή της αρμοδιότητας να αποφασίζει περί της ποινικής τους δίωξης, έχει καταστεί αντικείμενο έντονης κριτικής, τόσο από την ακαδημαϊκή κοινότητα όσο και από διεθνείς θεσμούς. Διότι, ενώ το άρθρο 86 θεσπίστηκε με την πρόθεση να θωρακίσει την εκτελεστική εξουσία απέναντι σε αβάσιμες πολιτικές διώξεις και εργαλειοποίηση της ποινικής διαδικασίας, στην πράξη είτε λειτούργησε ως εμπόδιο είτε, αντιστρόφως, μετατράπηκε το ίδιο σε εργαλείο στοχοποίησης, χωρίς ποτέ να υπηρετήσει ουσιαστικά τον σκοπό της ανεξάρτητης και αμερόληπτης απονομής δικαιοσύνης.
Η πρακτική των κοινοβουλευτικών εξεταστικών και προκαταρκτικών επιτροπών έχει συχνά εκφυλιστεί σε εργαλείο πολιτικής αντιπαράθεσης, με πορίσματα που αντανακλούν τις εκάστοτε κομματικές ισορροπίες, στερώντας από τη διαδικασία την αναγκαία θεσμική ουδετερότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση του Υφυπουργού Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει –χωρίς κοινοβουλευτικό προηγούμενο- την παραπομπή του για την υπόθεση των Τεμπών απευθείας στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, συνιστά μια τομή. Πρόκειται για το πρώτο παράδειγμα πρότασης και αποδοχής από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία μιας ποινικής διερεύνησης χωρίς τη διαμεσολάβηση της Βουλής, επιχειρώντας την εξομοίωση των πολιτικών προσώπων με τους απλούς πολίτες έναντι της Δικαιοσύνης.
Η τομή Τριαντόπουλου, σε αντίθεση με τις επικρίσεις περί σκοπιμότητας ή συγκάλυψης, μπορεί να λειτουργήσει ως πιλότος για ένα νέο θεσμικό παράδειγμα. Ειδικά όταν το δημόσιο αίτημα για απόδοση ευθυνών —με ταχύτητα, αμεροληψία και ισονομία— είναι εντονότερο από ποτέ.
Dete.gr













